- γυμνός
- -ή, -ό1. αυτός που δε φοράει ρούχα, γδυτός, ακάλυπτος: Της αρέσει να κάνει μπάνιο στη θάλασσα γυμνή.2. μτφ., ο φτωχός, ο άδειος: Το δωμάτιό μου είναι γυμνό γιατί δεν αγόρασα ακόμα έπιπλα.3. χωρίς βλάστηση, άδεντρος: Γυμνός λόφος.4. το ουδ. ως ουσ., γυμνό απεικόνιση ή γλυπτό γυμνού σώματος: Συνήθως ζωγραφίζει γυμνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.